σχήμασι

σχήμασι
σχή̱μασι , σχῆμα
form
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά …   Dictionary of Greek

  • συναπεργάζομαι — Α [ἀπεργάζομαι] 1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.) 2. βελτιώνω 3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι»… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”